- διφορουμένη
- διφορέωto bear doublepres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Πυθία — Ιέρεια του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς, η οποία έδινε τους χρησμούς. Αφού πλενόταν με το νερό της Κασταλίας και έπινε από το νερό της ίδιας πηγής ή της Κασσοτίδας και αφού μασούσε φύλλα δάφνης, χρησμοδοτούσε σε κατάσταση έκστασης,… … Dictionary of Greek
Πύθια — Ιέρεια του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς, η οποία έδινε τους χρησμούς. Αφού πλενόταν με το νερό της Κασταλίας και έπινε από το νερό της ίδιας πηγής ή της Κασσοτίδας και αφού μασούσε φύλλα δάφνης, χρησμοδοτούσε σε κατάσταση έκστασης,… … Dictionary of Greek
αμφίσημος — η, ο (Γλωσσολ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από αμφισημία, που έχει διφορούμενη σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφι * + σημος < σήμα] … Dictionary of Greek
αμφισημία — η (Γλωσσολ.) όρος τής σημασιολογίας που χρησιμοποιείται για να δηλώσει λέξεις, φράσεις ή προτάσεις με διπλή, διφορούμενη σημασία (αμφίσημη λέξη, φράση ή πρόταση). Αμφισημία λ.χ. χαρακτηρίζει τη λέξη άκοπος (1. χωρίς κόπο, 2. που δεν έχει κοπεί)… … Dictionary of Greek
αττικός — I Όνομα ιστορικών προσώπων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στους ρωμαϊκούς χρόνους. 1. Ηρώδης (βλ. λ. Ηρώδης ο Αττικός). 2. Τίτος Πομπώνιος Α. (Ρώμη 109 32 π.Χ.). Καταγόταν από οικογένεια που καταγόταν απο τον βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιον.… … Dictionary of Greek
γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… … Dictionary of Greek
δίπτυχος — η, ο (AM δίπτυχος, ον) Ι. αυτός που έχει δύο επάλληλες πτυχές, ο διπλωμένος στα δύο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δίπτυχος 1. δεκάποδο καρκινοειδές 2. τελεόστεος ιχθύς τών γλυκών νερών αρχ. φρ. 1. «δίπτυχοι νεανίαι» οι δύο νέοι 2. «δίπτυχος γλῶσσα»… … Dictionary of Greek
διλογία — η (AM διλογία) [δίλογος] 1. επανάληψη λέξης ή φράσης (και ως ρητορικό σχήμα) νεοελλ. 1. διφορούμενη, αμφίβολη έννοια λόγου 2. θεατρικό έργο που απαρτίζεται από δύο ξεχωριστά δράματα ή έχει διπλή υπόθεση αρχ. αντίφαση στα λόγια, διφασία … Dictionary of Greek
ερώτηση — η (AM ἐρώτησις) [ερωτώ] 1. η πρόταση που εκφράζει απορία και με την οποία ζητούνται πληροφορίες («ἐρωτήσεως γὰρ ἔτι ἡ ἀπόκρισις ἡμῑν δεῑται», Πλάτ.) 2. η πρόταση που απευθύνεται σε κάποιον για εξεταστικό σκοπό νεοελλ. 1. το ζήτημα για το οποίο… … Dictionary of Greek